- τηλεπαθητικός
- -ή, -ό, Ν(παραψυχολ.)1. ο σχετικός με την τηλεπάθεια2. ως ουσ. αυτός που έχει ικανότητες τηλεπάθειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεπάθεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεπαθητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεπάθεια: Συνεννοούνται με τηλεπαθητικό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)